- παιδότριψ
- παιδότριψ, ῐβος, ὁ,
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παιδότριψ — παιδότριψ, ιβος, ὁ (Α) ο παιδοτρίβης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παῖς, παιδός + τριψ (< τρίβω), πρβλ. αγωνό τριψ] … Dictionary of Greek
παις — ο, η (ΑΜ παῑς, παιδός, Α και παῑς και πάϊς) 1. ανήλικος άνθρωπος, παιδί 2. γόνος, τέκνο, αγόρι ή κορίτσι («γενομένων δὲ παίδων ἀρρένων καὶ θηλειῶν», Πλάτ.) αρχ. 1. νεαρός, νεανίας («ὣς τε γὰρ ἦ παῑδες νεαροὶ χῆραί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.) 2. δούλος … Dictionary of Greek
ՄԱՆԿԱՎԱՐԺ — (ի, ից.) NBH 2 0205 Chronological Sequence: 6c, 10c, 12c ա.գ. παιδότριψ, ίβος, παιδαγωγός paedotriba, qui pueros exercet, paedagogus. Վարժիչ մանկանց. մանկածու. դաստիարակ. եւ մանկամարզ. *Եւ էր նորա մանկավարժ դաստիարակ եւ դայեակ այր՝ լեւոնիդէս… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)